- βασάνου
- βάσανοςtouchstonefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
επίτονος — η, ο (Α ἐπίτονος, ον) [επιτείνω] 1. το αρσ. ως ουσ. ο επίτονος α) το σχοινί τής αντένας πλοίου β) καθένα από τα ισχυρά σχοινιά με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών πάνω στα πλευρά και στην πρύμνη τού πλοίου, τα ξάρτια αρχ … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek